30 Μαρ 2007

Ιστοριολόγιον

3:00… 4:00… 4:10…4:12.28…4:12.29…

Σκατά… 30, 31, 32, μετρούσε τους χτύπους του ρολογιού έναν έναν, ηχούσαν στο μυαλό του μέσα… Η αϋπνία ήταν για ακόμη μια φορά δίπλα του, για ακόμη μια φορά τον είχε βρει, η πιο σταθερή του σχέση συνήθιζε να λέει, αλλά δεν την γούσταρε την πουτάνα γιατί ερχόταν πάντα όταν δεν έπρεπε…

Γάμα το, είπε, είχε ξαπλώσει εδώ και 2 ώρες αλλά δεν κατάφερνε με τίποτα να κοιμηθεί, σηκώνεται στο κρεβάτι και με κλειστά τα μάτια ψάχνει το τραπέζι δίπλα, ήθελε την νικοτίνη του. Βρίσκει τον καπνό και δίπλα τα χαρτιά αρχίζει να στρίβει, όλα μηχανικά, δεν έβλεπε τίποτα στο σκοτάδι, άλλωστε δεν ήταν το πρώτο του. Το στόμα είχε στεγνώσει, ούτε σάλιο για το τσιγάρο δεν είχε, τα χείλη του ξηρά και σκασμένα. Βρίσκει τα σπίρτα ανάβει και αρχίζει να χαλαρώνει.

Γαμώ το κέρατό μου, είπε έχοντας το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη, πάντα έκανε αυτό το λάθος, μισούσε τον καπνό μέσα στο σπίτι, δεν μπορούσε να τον αντέξει μετά το κάπνισμα, σηκώνεται γρήγορα να ανοίξει το παράθυρο. Έξω καταχνιά και η γνωστή ομίχλη που τον συντρόφευε τόσα βράδια, κωλόκαιρος, μουρμούρισε, και έκατσε δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο.

Τα φώτα απ’ έξω έπεφταν αχνά μέσα στο δωμάτιο και έδιωχναν το απόλυτο σκοτάδι που τόσο του άρεσε. Με την άκρη του ματιού του έπιασε το φως να παιχνιδίζει πάνω στο κομπολόι του, αμέσως πέταξε το τσιγάρο βρίζοντας. Το κομπολόι του το είχε δωρίσει η κόρη του, για να έχει κάτι να ασχολείται, όπως του ‘χε πει όταν και αποφάσισε να κόψει το κάπνισμα. Για ακόμα όμως μια φορά βρέθηκε με αυτόν τον διάολο στο στόμα και ας μην το ήθελε. Έπιασε το κομπολόι και ξεκίνησε να το περνά αργά στο χέρι του, χάντρα χάντρα, το ένοιωθε δικό του, είχε περάσει τόσα μαζί του, χαρές λύπες, κυρίως αυτές, ήταν πάντα εκεί σύντροφος του, να τον ακούει και αυτός άκουγε τους χτύπους του. Είχε κάτι να θυμάται για την κάθε μία χάντρα του, δεν ήταν άλλωστε δύσκολο να έχει 33 αναμνήσεις εκείνη την ώρα. Το κεχριμπάρι είχε ζεσταθεί και η μυρωδιά που άφηνε τον γυρνούσε στη μόνη σκέψη του, στην Κατερίνα του, το χρώμα τον χαντρών του θύμιζαν τα μάτια της, μελιά σαν της μάνας της, και όταν περνούσε το δάχτυλο του από τη μεταξένια φούντα νόμιζε ότι χάιδευε τα μαλλιά της όπως τότε που ήταν ακόμα μικρή. Μεγάλωσε το μωρό μου και δε μπορώ ούτε καν να το δω, σκέφτηκε, και έπιασε το μέτωπό του, ένιωσε την ρυτίδα λίγο πάνω από τα μάτια του, την είχε από μικρός και τραβούσε και τις γκόμενες όταν το έπαιζε σκεπτόμενος, αλλά το μόνο που ήθελε ήταν ένα καλό πήδημα, τώρα πλέον δεν είναι η μόνη ρυτίδα στο πρόσωπό του…

Η υγρασία περνούσε τα κόκαλα του δεν ήταν ντυμένος και καθόταν ήδη τόση ώρα στο παράθυρο, του το ‘χαν πει να μη βρει σπίτι δίπλα στο ποτάμι αλλά αυτός τους απαντούσε πως αν δε βλέπει νερό δε μπορεί, πνίγεται και ήταν αρκετά ασφυκτική αύτη η πόλη από μόνη της. Συνήθεια, δεν ήταν η πρώτη φορά ήταν που άλλαζε σπίτι, πόλη τώρα πλέον και χώρα, για τρίτη φορά βέβαια αλλά πλέον αυτή φαινόταν η καταληκτική. Έκλεισε το παράθυρο και πήγε στον υπολογιστή, αφού το ήξερε ότι δε θα κοιμηθεί ήθελε να περάσει την ώρα του. Α ρε γαμώτο να διαβάσω την εφημερίδα μου, είπε, και πάτησε την συντόμευση, τόσα χρόνια έλειπε αυτό δεν το άλλαζε, κάθε πρωί μόνιμα διάβαζε την εφημερίδα του και τώρα που δε μπορούσε συμβιβαζόταν με την ηλεκτρονική έκδοση. Κωλοτεχνολογία, φώναξε, δεν είχαν ακόμη ανεβάσει το σημερινό φύλλο, βέβαια ποτέ δε γούσταρε το ηλεκτρονικό, ήθελε να τη ξεφυλλίζει στα χέρια του, να την διπλώνει, να την πετάει όταν κάτι δε του άρεσε, να την διαβάζει ανάποδα, πάντα το έκανε αυτό, τα καλύτερα γράφονται στο τέλος, σχολίαζε. Έπιασε το αγαπημένο του CD, ο Springsteen του χαμογελούσε στο εξώφυλλο, ή έτσι ήθελε να πιστεύει το άκουγε ανάποδα και αυτό, πάντα ξεκινούσε από το Jungleland και πάντα ερχόταν η εικόνα εκείνου του 15χρονου παιδιού πού ακουμπούσε τη βελόνα για πρώτη φορά στο μετέπειτα αγαπημένο του δίσκο…

Δε γαμιέται, λέει, ακόμα τσατισμένος από την έλλειψη εφημερίδας, και συνδέεται στο ιστολόγιο του, πάντα έτσι το έλεγε για σπάσιμο στους εκσυγχρονιστές των πάντων. Να όμως που κατάντησε και αυτός να είναι ένας ιδιοκτήτης αυτού που κορόιδευε, τα blogs, δήλωνε, είναι μόνο για τους ψωνισμένους και τους αυτάρεσκους που θέλουν να προβάλουν την μούρη τους στον κόσμο χωρίς να ρωτήσουν ποτέ κανέναν αν θέλει να τους δει και να τους διαβάσει και χωρίς να ξέρουν αν αξίζουν μιας τέτοιας προβολής. Γράψιμο, αυτό το γαμημένο απωθημένο τον έβαλε στη διαδικασία να ασχοληθεί, τον έτρωγε το σαράκι της γραφής, των ιστοριών, της φαντασίας. Όπως τότε στο σχολείο ακόμα, που αντί να αναλύσει το χάσμα γενεών προτίμησε να γράψει τις ερωτικές περιπτύξεις της γειτόνισσας του, μπορεί να τον μηδένισε ο Αλεξίου αλλά του ‘δωσε τη συμβουλή, να μη σταματήσει ποτέ να γράφει. Αυτή η συμβουλή δεν ήταν αρκετή για να το κυνηγήσει όταν έπρεπε και τώρα είναι σε μια δουλεία που πότε δεν ήθελε κάνοντας πράγματα που απεχθανόταν, backstreets φώναζε ο Bruce. Αργότερα όταν φτιάχτηκε με τα φράγκα το προσπάθησε, σε τόσους εκδότες πήγε και όλοι τον απέρριψαν, είστε όλοι άσχετοι και δε ξέρετε από ταλέντα, τους έβριζε. Γι’ αυτό βρέθηκε να γράφει στο δίκτυο, μόνο εκεί πίστευε ότι θα ανακάλυπταν το έργο του.

Απογοήτευση, κανένα σχόλιο από κανέναν, έγραφε έγραφε, τα κείμενα περνούσαν αλλά ανταπόκριση καμία, πάρα το γεγονός ότι έτρεχε να συμμετάσχει σε όλες τις διαδικτυακές συζητήσεις και να αφήνει σχόλια παντού σε κάθε μαλακία, για να προσελκύσει κοινό, τίποτα. Μέχρι και μετρητή έβαλε να βλέπει πόσοι έστω περνάνε και ίσως δεν γράφουν κάτι, τι κατάντια, είχε πέσει τόσο χαμηλά όσο δεν περίμενε, οι μόνες μετρήσεις ήταν από τις δικές του ανανεώσεις της σελίδας εν αναμονή αναγνωστών. Τελικά ίσως ναι, ήταν τόσο ατάλαντος, τελικά ίσως να είχαν δίκιο οι “ειδικοί”. Μετά από καιρό το είχε πάρει απόφαση, να πα να γαμηθούν όλοι τους, θα γράφω για ‘μένα, μιλούσε ο εγωισμός, ήταν γνωστός ξεροκέφαλος. Όλα αυτά μέχρι εκείνο το ξημέρωμα, μπαίνει και βλέπει ένα σχόλιο στο τελευταίο του κείμενο, το ΠΡΩΤΟ σχόλιο που δέχτηκε ποτέ εκεί, δε το περίμενε, στην αρχή σκέφτηκε ότι καμιά διαφήμιση θα ‘ναι ή καμιά άλλη μαλακία αυτόματη και δε χάρηκε. Με χέρι που τρέμει κάνει κλικ στο σχόλιο και διαβάζει “γράφε μόνο και μόνο για αυτό το ανεπαίσθητο γαργάλημα του μυαλού που νιώθεις όταν βλέπεις κάτω από την δικτυακή σου πόρτα το γράμμα ενός αγνώστου που άφησε κατά τη διάρκυα της περιπλάνησής του”, ήταν ένας από τους πολλούς που είχε βρει τυχαία στην διαδρομή του για νέες γνωριμίες. Έκλεισε τα κουρασμένα μάτια του και ένοιωσε τόσο γεμάτος και χαρούμενος, τελικά η δικτυακή ύπαρξη του είχε κάποιο νόημα, του έδωσε αμέσως έμπνευση και ξεκίνησε να γράφει μια νέα ιστορία, πραγματική αυτή τη φορά…

(Σημείωση: Το πιο πάνω σχόλιο ανήκει στον dirtyjazz και βρίσκεται στο θέμα ακριβώς από κάτω, αποτέλεσε μία από τις αφορμές δημιουργίας της ιστορίας!)

buzz it!

8 Σχόλια:

Ανδρέας Κ είπε...

Παλιότερα, Π.Β (προ blogs) συνήθιζα να γράφω στο pc μου, σε ένα txt file, χωρίς μορφοποίηση, χωρίς καμία δομή. Μόνο και μόνο για να βγάζω από μέσα μου κάποιες σκέψεις, κάποια πράγματα τα οποία πίστευα ότι δεν ήταν δυνατόν να τα μοιραστώ με κανέναν σε μια κουβέντα. Μερικά από αυτά ηταν καλά, άλλα πάλι δεν διαβαζόταν ούτε με σφαίρες. Αλλά η ουσία ήταν ότι έγραφα τις σκέψεις μου χωρίς καμια μα καμια πίεση. Αυτή η πίεση είναι που υπάρχει σε ένα blog. Είναι η πίεση που προκαλείται από την σκέψη ότι υπάρχει πιθανότητα κάποιος από κάπου, κάποια στιγμή να διαβάσει αυτά που λές. Αλλά τότε γιατί τα γράφεις και τα ανεβάζεις στο internet αν δεν θέλεις να σε διαβάζουν; Ναι, αλλα είναι πολύ γαργαλιστικό να δώσει σημασία κάποιος άγνωστος σε αυτά που λες και να γίνεις ίσως και λίγο διάσημος μέσα στη blogόσφαιρα... Εκεί όπως κατλαβαίνεις, το πράγμα γίνεται λιγάκι μπερδεμένο για μένα. Μερικές φορές δλδ, γράφω για τον εαυτό μου και δεν θέλω πραγματικά να δημοσιεύσω αυτά που γράφω με αποτέλεσμα να αυτολογοκρίνομαι ενω κάποιες άλλες γράφω μήπως και.... τσιμπίσω κανένα πιθανό πελάτη για το blog μου. Μάλλον πρέπει να επαναπροσδιορίσω το τι θέλω από τo blogging....

diva είπε...

..δειλά δειλά μήπως χαλάσω τη κουβέντα δύο φίλων με πολλά κοινά - αυτή την εντύπωση δίνετε blogger και σχολιαστής μαζί - δηλώνω πως..κι εγώ σας διαβάζω τώρα

Ανώνυμος είπε...

..μην ενοχλείστε..κάτι ξέχασα..ο κύριος ανδρέας δεν έχει μπλογκ? δυστυχώς η σύνδεση του username του δεν με οδηγεί πουθενά..

Vsls είπε...

Η ιστορία αν και δεν είναι πραγματική έχει όντως μια αληθοφανή βάση.

Ανδρέα καταλαβαίνω αυτό που λες και για αυτή την πίεση και την "ανάγκη" να αυτολογοκριθείς. Είναι το δημόσιο βήμα που σε κάνει, αλλά ευτυχώς είχες ένα παρελθόν γραφής οπότε σε επηρεάζει ίσως λιγότερο. Από την άλλη για κάποιον χωρίς αυτή την πρότερη ανάγκη, η δημόσια προβολή και η πίεση τον "αναγκάζουν" ίσως να ανοιχτεί περισσότερο έτσι πιεζόμενος να βγάλει αυτό που έκρυβε τόσο καιρο... Έχει και τα θετικά του αρκεί να μην είναι πελατειακή η σχέση!

Vouts δεν γνωριζόμαστε με τον Ανδρέα και είναι καλό να δίνει αυτή την εντύπωση ένας σχολιασμός! Σ' ευχαριστώ για την ανάγνωση και τα σχόλια σου είναι ευπρόσδεκτα!
Το blog σε εμένα μου ανοίγει κανονικά πάντως!

Ανώνυμος είπε...

προσωπικό συμπέρασμα μετά από αρκετά χρόνια σκέψης και έκθεσης.....όσο περισσότερο εκτίθεσαι, δηλαδή όσο περισσότερο "διαβάζεσαι", όσο περισσότερο "βλέπεσαι", όσο περισσότερο "ακούγεσαι" τόσο μεγαλώνει η μοναξιά σου

Vsls είπε...

dirtyjazz Έχεις δίκιο, απλά πολλές φορές ζεις ή θέλεις να ζεις την ψευδαίσθηση της ελευθερίας που σου δίνει η όποια δημοσιότητα και την αίσθηση ότι υπάρχεις για κάποιον έστω και εικονικά ώστε έτσι να μειώσεις τα δικά σου κενά.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ όμορφο το κείμενο. Και ο δίσκος πάντα ξεκινά από το Jungleland :)

Vsls είπε...

porcupine σ' ευχαριστώ, και όντως πάντα από το Jungleland ξεκινά και έτσι δεν τελειώνει ποτέ!